ΙΝΟΜΥΩΜΑΤΑ

Τα ινομυώματα είναι μάζες που εμφανίζονται σε διάφορα σημεία της μήτρας. Συνήθως, ο εντοπισμός τους γίνεται πριν δώσουν συμπτώματα, στο πλαίσιο ενός τυπικού υπερηχογραφικού ελέγχου. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι καλοήθη, επομένως η διάγνωσή τους δεν πρέπει να προκαλέσει άγχος και πανικό.

Για να ανταποκριθεί στην εγκυμοσύνη και τον τοκετό, το σώμα της μήτρας αποτελείται από μυϊκό και ινώδη ιστό, που του εξασφαλίζουν συσταλτικότητα και ελαστικότητα. Συχνά η ομοιογενής σύσταση της μήτρας διαταράσσεται με αποτέλεσμα το σχηματισμό ινομυωμάτων, συνήθως σφαιρικής μορφής, που ποικίλλουν ως προς το μέγεθος, τη θέση και τον αριθμό τους. Το πώς θα αντιμετωπιστούν τα ινομυώματα εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά τους, τα συμπτώματα που ενδεχομένως τα συνοδεύουν και την πιθανότητα να διαταράξουν τη γονιμότητα της ασθενούς. 

Τα ινομυώματα εμφανίζονται στην αναπαραγωγική ηλικία, μεγαλώνουν κατά την κύηση  λόγω οιστρογόνων και υποχωρούν μετά την εμμηνόπαυση – αν όχι, χρειάζεται προσοχή.  Σχετίζονται, επίσης, με κληρονομικό ιστορικό και είναι συχνότερα  στη μαύρη φυλή.

Ο τρόπος με τον οποίο εκδηλώνεται ένα ινομύωμα κυρίως έχει να κάνει με το πόσο κοντά βρίσκεται στην ενδομητρική κοιλότητα. Όταν προβάλλει στο εσωτερικό της (υποβλεννογόνιο), συνήθως προκαλεί διαταραχές περιόδου: αύξηση της ποσότητας και της διάρκειας του αίματος (από σταγόνες μέχρι έντονη αιμορραγία που μπορεί να οδηγήσει σε αναιμία και κάποιες  φορές να χρειαστεί έως και μετάγγιση). Ένας αιματοκρίτης που πέφτει, σε συνδυασμό με άστατο κύκλο, πρέπει να μας οδηγήσουν στο γυναικολόγο.

Η αρχιτεκτονική διαταραχή της μητρικής κοιλότητας επηρεάζει αρνητικά τη γονιμότητα, είτε εμποδίζοντας τη σύλληψη είτε ως αίτιο αποβολών είτε καθιστώντας την κύηση υψηλού κινδύνου- χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τα ινομυώματα είναι απόλυτη ένδειξη καισαρικής. Σε αυτό συμβάλλουν και τα ινομυώματα εντός του τοιχώματος (ενδοτοιχωματικά), αν είναι ευμεγέθη. Αυτά που είναι στην επιφάνεια της μήτρας (υπορρογόνια) είναι σχεδόν πάντα ασυμπτωματικά, οπότε αρκεί η τακτική παρακολούθησή τους. Αν όμως μεγαλώσουν πολύ, μπορεί να προκαλούν πιεστικά φαινόμενα (πόνο, βάρος, διαταραχές στην ούρηση η στις κενώσεις), οπότε πρέπει να αντιμετωπιστούν.

Οριστική θεραπεία είναι η αφαίρεσή τους, δηλαδή η χειρουργική επέμβαση.  Η φαρμακευτική αγωγή έχει  μόνο παροδικά αποτελέσματα ενώ η επεμβατική ακτινολογία δεν είναι ευρέως διαδεδομένη. Όταν λοιπόν η θεραπεία κριθεί αναγκαία, χρειάζεται λεπτομερής «χαρτογράφηση» των ινομυωμάτων, ώστε να καθοριστεί ποια «οδός» δίνει την καλύτερη προσπέλαση. Σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία των επεμβάσεων παγκοσμίως γίνεται ενδοσκοπικά: με υστεροσκόπηση (διαδικασία κατά την οποία μια μικροσκοπική κάμερα εισέρχεται από το άνοιγμα του τραχήλου) αφαιρούνται τα υποβλεννογόνια ινομυώματα και με λαπαροσκόπηση (μέσω του ομφαλού) τα υπόλοιπα. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι ένα οργανωμένο χειρουργείο με υψηλής τεχνολογίας εργαλεία και φυσικά η έμπειρη ομάδα χειρουργών γυναικολόγων. Αυτός ο συνδυασμός  εξασφαλίζει ασφάλεια, επιτυχές αποτέλεσμα και ταχύτατη ανάρρωση. Γι’αυτό πρέπει να αποτελεί τη μέθοδο εκλογής που προσφέρεται σε κάθε ασθενή – αν και δεν είναι αυτοσκοπός.

Σήμερα ακόμη κι ύστερα από αφαίρεση πολλών και μεγάλων ινομυωμάτων ενδοσκοπικά, η νέα γυναίκα διατηρεί τη γονιμότητά της, ενώ στο παρελθόν η υστερεκτομή με ανοικτό χειρουργείο ήταν η συνήθης πρακτική. Αντιστρόφως, μια γυναίκα που ταλαιπωρείται από αιμορραγίες, έχει ολοκληρώσει την οικογένειά της και είναι στην πέμπτη δεκαετία της ζωης της, μπορεί να βρει σε μια λαπαροσκοπική υφολική υστερεκτομή τη λύση που χρειάζεται. Επομένως, η απόφαση για θεραπεία και το είδος της θα καθοριστεί από την επιδείνωση των προβλημάτων, σε συνάρτηση με την ηλικία και τον οικογενειακό προγραμματισμό της γυναίκας, πάντοτε σε συνεννόηση με το γιατρό της που θα υποδείξει τις κατάλληλες επιλογές.