ΕΞΩΣΩΜΑΤΙΚΗ ΓΟΝΙΜΟΠΟΙΗΣΗ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ 

Με τον όρο εξωσωματική γονιμοποίηση περιγράφουμε τη γονιμοποίηση που πραγματοποιείται εκτός σώματος – «γονιμοποπίηση στο εργαστήριο». Τα ωάρια αφαιρούνται από τις ωοθήκες με μία διαδικασία που καλείται ωοληψία και γονιμοποιούνται από τα σπερματοζωάρια στο εργαστήριο σε ένα ειδικό «πιατάκι» – τρυβλίο. Έτσι, προκύπτουν γονιμοποιημένα ωάρια (ζυγώτες), τα οποία τοποθετούνται σε επωαστικούς κλιβάνους με ειδικές συνθήκες καλλιέργειας. Στη συνέχεια εξελίσσονται σε έμβρυα. Έπειτα από 2-6 ημέρες επιλέγονται τα καλύτερα, δηλαδή αυτά τα οποία έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφυτευτούν, και τα τοποθετούμε στη μήτρα της γυναίκας, με μία διαδικασία που ονομάζεται εμβρυομεταφορά. Όσα έμβρυα περισσέψουν καταψύχονται για μελλοντική χρήση.

ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο που διέπει τις διαδικασίες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, διαβάστε αναλυτικά εδώ:

 

ΠΟΣΟΣΤΑ ΕΠΙΤΥΧΙΑΣ

“Πόσο πιθανό είναι να τελεσφορήσει η προσπάθεια εξωσωματικής;” Η απάντηση είναι εύλογα πολύ σημαντική για τους άμεσα ενδιαφερόμενους, καθώς το ποσοστό επιτυχίας στην εξωσωματική αποτελεί διεθνώς το σπουδαιότερο κριτήριο για την επιλογή του γιατρού και του κέντρου που θα εμπιστευθεί το ζευγάρι για να πραγματοποιήσει τη δική του προσπάθεια απόκτησης ενός παιδιού.

Δυστυχώς, δεν υπάρχει ενιαίος ορισμός του τι σημαίνει «επιτυχία» στην εξωσωματική. Κατά καιρούς έχουν χρησιμοποιηθεί οι ακόλουθοι ορισμοί:

Θετικό τεστ κύησης ανά εμβρυομεταφορά (PPT/ET,PPT/ET: positive pregnancy test per embryotransfer), δηλαδή η ύπαρξη θετικού τεστ κύησης στην πρώτη μέτρηση 10-12 ημέρες μετά την εμβρυομεταφορά.

Κλινική εγκυμοσύνη ανά εμβρυομεταφορά (CPR/ET: clinical pregnancy rate per embryotransfer), δηλαδή η παρουσία εμβρύου με ορατή καρδιακή λειτουργία σε υπερηχογράφημα, 4-5 εβδομάδες μετά την εμβρυομεταφορά.

Γέννηση ζωντανού παιδιού ανά εμβρυομεταφορά («take home baby rate»).

Είναι προφανές ότι τα ποσοστά θετικού τεστ κύησης θα είναι πάντοτε υψηλότερα από τα ποσοστά κλινικής εγκυμοσύνης και ακόμα υψηλότερα από το ποσοστό γέννησης παιδιού ανά εμβρυομεταφορά. Από την στιγμή που θα επιτευχθεί σύλληψη με εξωσωματική, η πορεία της εγκυμοσύνης υπόκειται στους ίδιους παράγοντες κινδύνου όπως και στην φυσική σύλληψη.

Για παράδειγμα, μια εγκυμοσύνη μετά από εξωσωματική έχει την ίδια πιθανότητα αποβολής στο 1ο τρίμηνο όπως κάθε άλλη εγκυμοσύνη.

Τα ποσοστά επιτυχίας στην εξωσωματική εξαρτώνται κυρίως από τους παρακάτω παράγοντες:

Η ηλικία της γυναίκας. Αποτελεί ίσως το σημαντικότερο παράγοντα. Για το λόγο αυτό, όλα τα κέντρα διεθνώς αναφέρονται σε ποσοστά ανά ηλικία της γυναίκας, πχ κάτω των 38, 38-40 και άνω των 40 ετών.

Η αιτία υπογονιμότητας του ζευγαριού (ενδομητρίωση, ολιγοασθενοσπερμία, μη εξηγήσιμη υπογονιμότητα κλπ) καθώς και η ποιότητα και ο αριθμός των εμβρύων που θα μεταφερθούν.

Η επιστημονική επάρκεια του γιατρού και ο χρόνος που θα αφιερώσει στην μελέτη, εξατομίκευση και επιλογή της κατάλληλης θεραπείας για το συγκεκριμένο ζευγάρι, καθώς και στην προετοιμασία του ζευγαριού, σωματική και ψυχολογική, πριν την έναρξη της προσπάθειας.

Η αρτιότητα του εργαστηρίου τόσο σε ανθρώπινο δυναμικό όσο και σε υλικοτεχνική υποδομή.

Τα ποσοστά επιτυχίας βελτιώνονται συνεχώς, λόγω της μεγάλης εξέλιξης που πραγματοποιείται κυρίως σε επίπεδο εργαστηρίου, αλλά και χάρη στην ποιότητα των νεότερων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται. Τα καλλιεργητικά υλικά, οι κλίβανοι, τα φίλτρα καθαρισμού του αέρα, οι νεότερες τεχνικές που χρησιμοποιούνται τόσο για την δημιουργία εμβρύων όσο και για την αξιολόγησή τους έχουν σαν τελικό αποτέλεσμα την εμβρυομεταφορά όλο και πιο ποιοτικών εμβρύων, με άμεση συνέπεια τη γέννηση περισσότερων παιδιών ανά προσπάθεια εξωσωματικής.

Τα περισσότερα κέντρα εξωσωματικής στη χώρα μας δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από μεγάλα και αναγνωρισμένα κέντρα του εξωτερικού. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στις καλύτερες χώρες όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, με ποσοστά επιτυχίας που κυμαίνονται από 30-55% στο σύνολό τους.

Σημειώνεται, πάντως, ότι εξακολουθεί να υπάρχει ανάγκη τόσο για τη βελτίωση της στατιστικής καταγραφής και αξιολόγησης των αποτελεσμάτων του κάθε κέντρου, όσο και για τον συνεχή έλεγχο των μονάδων από την Ανεξάρτητη Αρχή Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.